- γόνατ'
- γόνατα , γόνυkneeneut acc plγόνατα , γόνυkneeneut nom plγόνατι , γόνυkneeneut dat sgγόνατε , γόνυkneeneut acc dualγόνατε , γόνυkneeneut nom dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη … Dictionary of Greek
επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… … Dictionary of Greek
κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] … Dictionary of Greek